- εὐκρόταλος
- εὐκρότᾰλος, [dialect] Ep. ἐϋκρ-, ον,A accompanied by castanets,
χορεῖαι AP 9.139
(Claudian.); lively, rattling, πλατάγη ib.6.309 (Leon.).
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
χορεῖαι AP 9.139
(Claudian.); lively, rattling, πλατάγη ib.6.309 (Leon.).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ευκρόταλος — εὐκρόταλος, ον, επικ. τ. ἐϋκρόταλος, ον (Α) 1. αυτός που ηχεί, που συνοδεύεται από κρόταλα («εὐκρόταλοι χορεῑαι», Ανθ. Παλ.) 2. θορυβώδης, ζωηρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κρόταλον] … Dictionary of Greek
ἐυκρόταλον — εὐκρόταλος accompanied by castanets masc/fem acc sg (epic) εὐκρόταλος accompanied by castanets neut nom/voc/acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐυκροτάλοισιν — εὐκρόταλος accompanied by castanets masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)